- ἀμελετησίᾳ
- ἀμελετησίαι , ἀμελετησίαwant of practicefem nom/voc plἀμελετησίᾱͅ , ἀμελετησίαwant of practicefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμελετησία — ἀμελετησίᾱ , ἀμελετησία want of practice fem nom/voc/acc dual ἀμελετησίᾱ , ἀμελετησία want of practice fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμελετησία — αμελετησία, η και αμελετησιά, η έλλειψη μελέτης, άσκησης: Με τέτοια αμελετησιά μην περιμένεις προβιβασμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμελετησία — η (Α ἀμελετησία) [ἀμελέτητος] έλλειψη μελέτης ή άσκησης, παραμέληση … Dictionary of Greek
ἀμελετησίας — ἀμελετησίᾱς , ἀμελετησία want of practice fem acc pl ἀμελετησίᾱς , ἀμελετησία want of practice fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελετησίαν — ἀμελετησίᾱν , ἀμελετησία want of practice fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελετησίη — ἀμελετησία want of practice fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμελέτητος — η ο (Α ἀμελέτητος, ον) αυτός που δεν μελέτησε, δεν προετοιμάστηκε, αδιάβαστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν μελετήθηκε, δεν υπολογίστηκε με ακρίβεια ή δεν καταστρώθηκε λεπτομερώς 2. ως ουσιαστικό ευφημιστικό για κάτι που δεν μπορεί να κατονομάσει… … Dictionary of Greek